- υπερφερώς
- Αεπίρρ. βλ. υπερφερής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερφερῶς — ὑπερφερής pre eminent adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερφερής — ές, ΜΑ 1. αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που είναι ψηλότερος από άλλους 2. μτφ. ο έξοχος, ο υπέροχος (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὑπερφερής, τόπῳ ἴσως ἢ ἐνδοξότητι», Ευστ. β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους… … Dictionary of Greek